εναποτίθεμαι

εναποτίθεμαι
ἐναποτίθεμαι (AM)
μσν.
1. περικλείω, περιλαμβάνω
2. παραδίδω στον θάνατο
αρχ.
1. τοποθετώ μέσα σε κάτι, αποθέτω, βάζω στη θέση του
2. προξενώ
3. φρ. «ἐναποτίθεμαι τὴν ὀργήν» — ξεθυμαίνω (Διόδ. Σικ.).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • εναποτίθεμαι — εναποτίθεμαι, εναποτέθηκα βλ. πίν. 138 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • τίθημι — ΝΜΑ (μέσ. παθ.) τίθεμαι τοποθετούμαι νεοελλ. (κυρίως σε φρ.) α) «τίθεμαι επικεφαλής» i) μπαίνω πρώτος στη σειρά ii) μτφ. γίνομαι αρχηγός, προΐσταμαι β) «τίθεμαι επί ποδός» δραστηριοποιούμαι, κινητοποιούμαι γ) «τίθεμαι επί το έργον» καταπιάνομαι… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”